Τρίτη 18 Απριλίου 2017

Να αφεθεί η δικαιοσύνη να κάνει τη δουλειά της

Η απόφαση του δικαστηρίου για την υπόθεση Σαιμπάμπα δείχνει αποστροφή για τους νόμους και τις αρχές του δικαίου


των Αρούν Τόμας Φερέιρα και Βέρνον Γκονσάλβες*

Στις 7 Μάρτη 2017, το Δικαστήριο του Γκαντσιρόλι της Μαχαράστρα καταδίκασε τον καθηγητή του Πανεπιστημίου του Δελχί ΓΝ Σαιμπάμπα και άλλους τέσσερις σε ισόβια κάθειρξη και σε 10 χρόνια φυλάκιση έναν άλλο κατηγορούμενο. Πολλοί πλέον αμφισβητούν την τάση να καταδικάζονται σε ισόβια άνθρωποι που δεν έχουν κατηγορηθεί για βία και οι οποίοι στη χειρότερη περίπτωση κατηγορούνται σαν συμπαθούντες ή συμμετέχοντες στο Μαοϊκό κίνημα. Οι υπηρεσίες ασφαλείας από τη μεριά τους αποπειράθηκαν να δικαιολογήσουν την δικαστική
απόφαση με ανακοινώσεις στις οποίες χαρακτήρισαν τον Σαιμπάμπα σαν “εγκέφαλο πολλών εμπρησμών, δολοφονιών και απαγωγών”. Το Γραφείο Αντιναξαλίτικων Επιχειρήσεων (ΓΑΟ) της Μαχαράστρα μάλιστα επέκρινε το Ανώτατο Δικαστήριο που τον είχε αποφυλακίσει με εγγύηση παλιότερα, δηλώνοντας πως “έγιναν 72 παράνομες ενέργειες κατά τη διάρκεια της αποφυλάκισης του Σαιμπάμπα, συμπεριλαμβανομένων των δολοφονιών δυο αστυνομικών σε εκρήξεις και συμπλοκές και 15 άλλες δολοφονικές ενέργειες και άλλα αδικήματα”.

Πολλά από τα συστημικά ΜΜΕ άρπαξαν αμέσως την έκφραση “εγκέφαλος” χωρίς να σκεφτούν πώς είναι δυνατόν ένας κατά 90% ανάπηρος, που έχει περάσει το μεγαλύτερο μέρος της υπό εξέταση περιόδου σε νοσοκομεία του Δελχί, να διευθύνει βίαιες επιχειρήσεις 1200 χλμ. μακριά στο Γκαντσιρόλι.



Πολλοί βέβαια παρατήρησαν πως η ανακοίνωση του ΓΑΟ δεν διευκρίνιζε (πολύ βολικά) το ότι στις υποθέσεις που υποτίθεται αποδίδονταν στον Σαιμπάμπα μετά την αποφυλάκιση του τον Απρίλη του 2016 (72 εγκλήματα) δεν είχε εκδοθεί καμία αστυνομική ανακοίνωση που να περιέχει το όνομα του.

Το πιο ανησυχητικό ήταν ότι οι δικαστές πίστεψαν το αφήγημα περί “βίαιης αντίστασης καθοδηγούμενης από μεσοαστούς ναξαλίτες σε απομακρυσμένες πόλεις”

Η 827 σελίδων απόφαση του δικαστή Σουριακάντ Σίντε, του ανώτερου δικαστικού του Γκατσιρόλι, εκφράζει μια λογική που έρχεται σε αντίθεση με το αξίωμα “Δεν πρέπει μόνο να αποδίδεται δικαιοσύνη, πρέπει και να φαίνεται ότι αποδίδεται”.

“Δεν είναι αρκετά σκληρή”

Στην παράγραφο 1013, ο δικαστής λέει: “Επομένως, το γεγονός πως ο κατηγορούμενος Νο 6 Σαιμπάμπα είναι κατά 90% ανάπηρος δεν συνιστά αιτία επίδειξης επιείκειας και αν και είναι σωματικά ΑΜΕΑ είναι ωστόσο πνευματικά υγιής και είναι εγκέφαλος και υψηλά ιστάμενο στέλεχος του παράνομου ΚΚΙ (Μαοϊκό) και της μετωπικής του οργάνωσης RDF(Επαναστατικό Δημοκρατικό Μέτωπο). Με τις βίαιες ενέργειες των κατηγορουμένων Νο 1 ως Νο 6 η κατάσταση στο Γκαντσιρόλι από το 1982 μέχρι σήμερα είναι σε παραλυσία και δεν εκδηλώνεται καμιά βιομηχανική ή άλλη δραστηριότητα από το φόβο των ναξαλίτικων βίαιων ενεργειών τους. Επομένως, κατά τη γνώμη μου, η ισόβια κάθειρξη δεν είναι αρκετή τιμωρία για τους κατηγορούμενους αλλά τα χέρια του Δικαστηρίου είναι δεμένα...”

Ο δικαστής ξεκαθαρίζει πως προσωπικά πιστεύει ότι οι κατηγορούμενοι έπρεπε να υποστούν την βαρύτερη ποινή που προβλέπει ο ινδικός νόμος – θάνατο με απαγχονισμό. Ο νόμος περιορίζει τη θανατική ποινή σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις όπου οι επιβαρυντικές συνθήκες υπερτερούν κατά πολύ των ελαφρυντικών. Ο Σίντε όμως δεν παρουσιάζει καμιά πειστική αιτιολογία για τον ισχυρισμό του υπέρ της θανατικής ποινής.

Η αναφορά του σε “βίαιες ενέργειες των κατηγορουμένων” στερείται βάσης, καθώς δεν υπάρχει τίποτε στις κατηγορίες, το κατηγορητήριο ή την απόφαση που να υποστηρίζει (πόσο μάλλον να αποδεικνύει) τις κατηγορίες εναντίον τους. Επίσης δεν υπάρχει κανένα στοιχείο που να σχετίζει την οικονομική ανάπτυξη του Γκαντσιρόλι, ή το αντίθετο, με τη ναξαλίτικη βία.

Αυτοί οι ισχυρισμοί είναι απλά προσωπικές γνώμες του δικαστή, οι οποίες μικρό βάρος έχουν σύμφωνα με το νόμο περί Αποδεικτικών Στοιχείων. Όμως έπαιξαν ρόλο στην προκατάληψη του υπέρ της καταδίκης και για την αυστηρότερη δυνατή ποινή. Αυτή η προκατάληψη φαίνεται και στην υπόλοιπη απόφαση ιδιαίτερα στην εκτίμηση των στοιχείων.

Οι κανόνες παραβιάζονται 

Η υπόθεση στηρίχτηκε κατά βάση στην αυθεντικότητα των ηλεκτρονικών στοιχείων – κάρτες μνήμης, σκληροί δίσκοι, στικάκια, κλπ – που κατασχέθηκαν από τις ανακριτικές αρχές. Καθώς είναι εύκολο να πειραχτούν τα ηλεκτρονικά στοιχεία, ο νόμος είναι πολύ αυστηρός στην αποδοχή τους. Η βασική απαίτηση να υπάρχει πιστοποιητικό γνησιότητας βάσει του άρθρου 65Β του νόμου περί Αποδεικτικών Στοιχείων, ξεπεράστηκε με το πρόσχημα πως “η κατηγορούσα αρχή απόδειξε πέραν πάσης αμφιβολίας πως σε καμιά περίπτωση δεν υπήρξε παραποίηση ή αλλαγή των ηλεκτρονικών δεδομένων που περιέχονται στις ηλεκτρονικές συσκευές”.

Ένα δικαστήριο δεν μπορεί να παραβλέψει την κανονιστική αυτή απαίτηση, όμως ο Σίντε την προσπέρασε.

Προκατάληψη στην εξέταση των στοιχείων

Δεκαοκτώ από τους 23 μάρτυρες ήταν αστυνομικοί ή κυβερνητικοί αξιωματούχοι και οι περισσότεροι από τους υπόλοιπους ήταν επαγγελματίες πάντσα (πάντσα είναι κάποιος που καλείται σαν μάρτυρας για να ελέγξει την αλήθεια μιας αστυνομικής ενέργειας) οι οποίοι έχουν χρησιμοποιηθεί από την αστυνομία σε αρκετές περιπτώσεις. Ένας από αυτούς ήταν σωματοφύλακας και ένας άλλος είχε προσληφθεί για να καθαρίζει το αστυνομικό τμήμα. Από τους πιο βασικούς μάρτυρες ήταν ο πάντσα Τζαγκάτ Μπόλε, που κατέθεσε σχετικά με την έρευνα και τις κατασχέσεις στο σπίτι του Σαιμπάμπα στο Πανεπιστήμιο του Δελχί. Αγράμματος, επιλέχτηκε ειδικά αυτός από τους αρκετούς παρευρισκόμενους τότε καθηγητές και φοιτητές, πιθανόν γιατί πίστευαν πως θα ήταν πιο εύκολος στη χειραγώγηση.

Όμως ο Μπόλε είπε στο δικαστήριο ότι “η αστυνομία κράτησε εμένα και τον Σαιμπάμπα έξω από το σπίτι και κλείδωσαν την πόρτα από μέσα, όσο γινότανε η έρευνα”. Αυτό φυσικά αποδείκνυε ότι η καταγραφή της έρευνας (από την αστυνομία) ήταν αναξιόπιστη καθώς παραβίαζε τις προδιαγραφές έρευνας και συγκέντρωσης στοιχείων.

Ο δικαστής Σίντε το προσπέρασε απορρίπτοντας αυτό το τμήμα αυτής της κατάθεσης. Η λογική του: “Να σημειωθεί πως ο μάρτυρας αυτός είναι αγράμματος. Δεν γνωρίζει αγγλική γραφή και ανάγνωση και η εξέταση του από την υπεράσπιση για μια ολόκληρη μέρα από έναν δικηγόρο με 25 χρόνια πείρας ίσως τον οδήγησε να φοβηθεί από την όλη ατμόσφαιρα του δικαστηρίου”.

Όμως ο δικαστής δεν χρησιμοποίησε τα ίδια μέτρα και σταθμά για άλλες σημαντικές καταθέσεις. Για παράδειγμα, τις ομολογίες των κατηγορούμενων Νο 1 και 2. Οι δυο νεαροί αυτόχθονες απέσυραν τις αρχικές καταθέσεις με τις οποίες ομολογούσαν, λέγοντας πως αυτές αποσπάστηκαν με βασανιστήρια και πιέσεις.

Ο δικαστής Σίντε προτίμησε να μην δεχτεί τις καταγγελίες τους για κακομεταχείρηση, λέγοντας το απίστευτο πως τα Μαράθι, η γλώσσα στην οποία έγιναν οι καταθέσεις ήταν γνωστή στους κατηγορούμενους. Δηλώνει ότι οι ομολογίες τους “αποσύρθηκαν όταν αυτές μεταφράστηκαν στα Χίντι και πως και οι δυο κατηγορούμενοι υπέγραψαν στη γλώσσα Μαράθι”. Στο βαθμό που τα Χίντι, τα Μαράθι, ακόμη και τα Γκόντι (μητρική γλώσσα των αυτόχθονων) χρησιμοποιούν το αλφάβητο Ντεβαναγκάρι, είναι χωρίς νόημα το συμπέρασμα πως “οι κατηγορούμενοι γνώριζαν πολύ καλά τα Μαράθι και τα Χίντί” επειδή υπέγραψαν με το αλφάβητο Ντεβαναγκάρι.

Σε αντίθεση με αυτούς, η ομολογία του Σουάμι Ασιμανάντ, που κατηγορούνταν για βομβιστικές επιθέσεις, έγινε εκτός αστυνομικής παρουσίας και η μετέπειτα ανάκλησή της έγινε δεκτή και οδήγησε στην απαλλαγή του.

Είναι να τρελαίνεσαι με τα στοιχεία

Το δικαστήριο χρησιμοποιεί τους πιο ανίσχυρους λόγους για να καταδικάσει τους Πρασάντ Ραχί και Ντιλίπ Τίρκι. Λέει: “Η εύρεση του επιβαρυντικού αντικειμένου δηλ., μια κάρτα διαρκείας ΜΜΜ δείχνει ότι ο κατηγορούμενος Ραχί πήγαινε από το Δελχί στη Ραιπούρ και η εύρεση μιας εφημερίδας που χρησιμοποιείται συνήθως από μέλη του ΚΚΙ (Μαοϊκού) και της μετωπικής του οργάνωσης RDF σαν αναγνωριστικός κώδικας, δείχνει ότι πήγαινε στα δάση να συναντήσει παράνομους ναξαλίτες όπως ισχυρίστηκε η κατηγορούσα αρχή”.

Το δικαστήριο έφτασε σε αυτό το συμπέρασμα βασισμένο σε ένα άρθρο της βραβευμένου δημοσιογράφου Σ. Βανάγια από το Χαιντεραμπάντ, που κάποτε ανάφερε πώς κατάφερε να έρθει σε επαφή με μαοϊκούς χρησιμοποιώντας την εφημερίδα αυτή και μπανάνες για να πιστοποιηθεί η ταυτότητα της. Το άρθρο βρέθηκε λένε στον υπολογιστή του Σαιμπάμπα και χρησιμοποιήθηκε σαν αποδεικτικό στοιχείο στη δίκη. Αυτή η παράδοξη λογική ήταν αρκετή για να καταδικαστεί σε ισόβια ο Ραχί.

Ο Σαιμπάμπα ήταν γραμματέας του RDF. Προσπαθώντας να δείξει πως το RDF είναι τρομοκρατική οργάνωση σύμφωνα με το νόμο UAPA, η απόφαση προσπαθεί να αναλάβει εξουσίες που μόνο η κεντρική κυβέρνηση μπορεί να έχει. Η λογική του: “Υπάρχει μια φωτογραφία του Σαιμπάμπα σε μια συγκέντρωση, όπου αυτός βρίσκεται κάτω από ένα πανό που γράφει Άμεση απελευθέρωση όλων των πολιτικών κρατουμένων... Ο Σαιμπάμπα απευθύνεται στο πλήθος. Αυτό αποδεικνύει ότι ο κατηγορούμενος Νο 6 Σαιμπάμπα είναι ενεργό μέλος παράνομης οργάνωσης”.

Λέει παρακάτω: “Το σύνθημα ΛΑΛ ΣΑΛΑΑΜ (σημ.μτφρ. Κόκκινος Χαιρετισμός) χρησιμοποιείται από ναξαλίτες και μέλη της απαγορευμένης οργάνωσης RDF και επομένως είναι φανερό πως ο κατηγορούμενος Νο 6 είναι μέλος της παράνομης οργάνωσης ΚΚΙ (Μαοϊκό) και της μετωπικής του οργάνωσης RDF, παροτρύνοντας το πλήθος με συνθήματα Λαλ Σαλαάμ, Λαλ Σαλαάμ”.

Το Ανώτατο Δικαστήριο έχει συχνά υποδείξει πως η εφαρμογή των διαδικαστικών προϋποθέσεων πρέπει να είναι αυστηρότερη σε περιπτώσεις ειδικών και δρακόντειων νόμων όπως ο UAPA. Σε μια παρόμοια υπόθεση, στην οποία εμπλεκότανε ο συγγραφέας-ακτιβιστής Σουντίρ Νταουάλε και άλλα οκτώ άτομα, το Δικαστήριο της Γκόντια τους απάλλαξε όλους γιατί, ανάμεσα στα άλλα, δεν τηρήθηκαν οι κανόνες του UAPA. Η πολιτεία έκανε έφεση αλλά απορρίφθηκε αμέσως από το τμήμα της Ναιπούρ του Ανώτατου Δικαστηρίου της Βομβάης. Σε μια απόφαση που βγήκε μόλις εφτά μέρες μετά την καταδίκη στο Γκαντσιρόλι, το δικαστήριο δίνει πρώτη προτεραιότητα στην τήρηση των υποχρεωτικών όρων του νόμου, όπως ανεξάρτητη εκτίμηση μέσα σε χρονικά πλαίσια, κλπ

Παράβλεψη βασικών αρχών

Αντίθετα εδώ το δικαστήριο ήταν πολύ επιεικές με την κατηγορούσα αρχή, κρίνοντας πως οι σχετικές διατάξεις του UAPA δεν είναι δεσμευτικές και η μη τήρηση τους δεν ακυρώνει τη διαδικασία. Άλλη μια σημαντική νομική πρόβλεψη αγνοήθηκε.

Σε μια εγκληματική υπόθεση, οι αποδείξεις πρέπει να είναι πέραν πάσης αμφιβολίας, δηλαδή δεν πρέπει να υπάρχει καμιά άλλη εξήγηση πέραν της απόδειξης από τα γεγονότα πως ο κατηγορούμενος διέπραξε το έγκλημα. Μια αστική υπόθεση, από την άλλη, απλά απαιτεί υπερίσχυση πιθανοτήτων, δηλαδή η εκδοχή για τα γεγονότα να είναι κατά το μάλλον ή ήττον η σωστή εκδοχή, όπως σε τραυματισμούς ή αθέτηση συμβολαίου.

Σε αρκετά σημεία η απόφαση αγνόησε την αρχή της απόδειξης πέραν πάσης αμφιβολίας. Από την άλλη, είναι φανερό πως εφαρμόζεται η αρχή μιας αστικής υπόθεσης σε μια εγκληματική διαδικασία. “Σύμφωνα με την υπεράσπιση, η εφημερίδα Σαχάρα με ημερομηνία 19-8-2013 βρέθηκε στην κατοχή του κατηγορούμενου Νο3 Χεμ Μίσρα και η εφημερίδα Λόκματ με ημερομηνία 20-8-2013 βρέθηκε στην κατοχή του κατηγορούμενου Νο 2 Πάντου Ναρότε. Αυτό δείχνει ότι οι κατηγορούμενοι συνελήφθησαν στις 20-8-2013. Όμως επειδή οι κατηγορούμενοι είχαν στην κατοχή τους εφημερίδες με ημερομηνία 19-8-2013 δεν σημαίνει ότι συνελήφθησαν στις 20-8-2013. Σύμφωνα με την κατηγορούσα αρχή η εφημερίδα χρησιμοποιείται σαν κώδικας αναγνώρισης από μέλη της απαγορευμένης οργάνωσης... Επομένως η εκδοχή της κατηγορούσας αρχής είναι πιο πιθανή από την εκδοχή της υπεράσπισης”.

Παρομοίως, η αρχή της αρνητικής συμπερασματολογίας, δηλ. “στοιχεία που θα μπορούσαν να παρουσιαστούν αλλά δεν παρουσιάστηκαν θα μπορούσαν – αν παρουσιάζονταν - να θεωρηθούν δυσμενή για το πρόσωπο που τα κρύβει” χρησιμοποιήθηκε με το κεφάλι προς τα κάτω. Η κατηγορούσα αρχή παραδέχτηκε ότι απέκτησε την αναφορά τηλεφωνικών κλήσεων των κατηγορούμενων 1 και 2 αλλά δεν τα παρουσίασε παρά την απαίτηση της υπεράσπισης να τα καταθέσει, καθώς θα απόδειχναν ψεύτικο το αφήγημα της κατηγορούσας αρχής για τη σύλληψη τους (σύμφωνα με την κατηγορούσα αρχή οι κατηγορούμενοι συνελήφθησαν μαζί με τον φοιτητή Χεμ Μίσρα στις 22 Αυγούστου 2013 στο Αχέρι, ενώ η υπεράσπιση υποστηρίζει πως πιάστηκαν στο Μπαλαρσάχ στις 20 Αυγούστου όπου τους αφαιρέθηκε η κάρτα SIM. Η παρουσίαση των δεδομένων των τηλεφωνικών κλήσεων θα έλυνε το ζήτημα και, αν αποδεικνυότανε σωστή η υπεράσπιση, θα αποδεικνυότανε ψευδής η αστυνομική εκδοχή στην οποία βασίστηκε η όλη υπόθεση).

Ο δικαστής Σίντε κατηγορεί την υπεράσπιση πως δεν πήρε τα στοιχεία των τηλεφωνικών κλήσεων με δική της ευθύνη, παραβλέποντας το γεγονός πως τέτοιου είδους πληροφορίες δίνονται από τις τηλεφωνικές εταιρίες μόνο με δικαστική εντολή. Η απόφαση είναι γεμάτη από τέτοιες παρατυπίες. Η υπεράσπιση σχεδιάζει να κάνει έφεση στο Ανώτατο Δικαστήριο της Βομβάης – τμήμα Ναγκπούρ το συντομότερο καθώς η υγεία του Σαιμπάμπα είναι εύθραυστη.

Εκτός από την αναπηρία και τα καρδιακά και ορθοπεδικά του προβλήματα ο Σαιμπάμπα υποφέρει από οξεία παγκρεατίτιδα, για την οποία νοσηλεύτηκε στο Δελχί για τέσσερις μέρες λίγο πριν την απόφαση. Η Διεθνής Αμνηστία έχει θέσει το ζήτημα της άρνησης των αρχών να του παρασχεθεί ιατρική φροντίδα στη φυλακή.

Ο Σαιμπάμπα, ακτιβιστής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, πονάει πιο πολύ από την παραπληροφόρηση που σκιάζει την υπόθεση.

Σε γράμμα του προς τον δικηγόρο του από τη φυλακή, λέει: “Υποφέρουμε από τη ψεύτικη, δυσφημιστική και αρνητική προπαγάνδα στις εφημερίδες... που στοχεύει στην άσκηση πίεσης και τον επηρεασμό της κοινής γνώμης, η οποία με τη σειρά της επηρεάζει τη νομική διαδικασία”.

Αρκετοί ακτιβιστές πολιτικών ελευθεριών και οργανώσεις ύψωσαν τη φωνή τους ενάντια στην απόφαση. Δυο μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου από την Ισπανία και τη Γερμανία έστειλαν επιστολή στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, καλώντας να ληφθούν μέτρα ώστε να διασφαλιστεί “ότι θα τηρηθούν όλες οι νομικές εγγυήσεις στον ανώτερο βαθμό τόσο για τον Σαιμπάμπα όσο και για τους υπόλοιπους κατηγορούμενους”. Ο Σαιμπάμπα και οι υπόλοιποι καταδικασμένοι ελπίζουν, πως οι απόψεις της συγκεκριμένης δικαστικής έδρας δεν θα σταθούν εμπόδιο στην τελική απόδοση δικαιοσύνης.

*O Arun Thomas Ferreira είναι σκιτσογράφος, συγγραφέας και αγωνιστής για τα δημοκρατικά δικαιώματα. Βασανίστηκε και έμεινε φυλακισμένος για πέντε χρόνια, από το 2007 έως το 2012 κατηγορούμενος πως ήταν ανώτερο στέλεχος των Μαοϊκών. Αθωώθηκε από όλες τις κατηγορίες στις δίκες που ακολούθησαν. Ο Vernon Gonsalves πρώην καθηγητής στην διοίκηση επιχειρήσεων σε κολλέγιο του Μουμπάι, ήταν έξι χρόνια πολιτικός κρατούμενος με την κατηγορία πώς υπήρξε ηγετικό στέλεχος του ΚΚΙ(Μαοϊκού) στην πολιτεία της Μαχαράστρα, σύμφωνα με τις διατάξεις του αντιτρομοκρατικού νόμου. Αρθρογραφούν από κοινού για τις συστηματικές παραβιάσεις των ανθρώπινων, κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων στην Ινδία. Συλλογή άρθρων τους στα αγγλικά υπάρχει στην τοποθεσία www.dailyo.in/user/105/storiesunscene. Το άρθρο δημοσιεύτηκε στις 7 Απριλίου 2017 και την μετάφραση έκανε ο Α.Λ.

1 σχόλιο: